Το μερίδιο των γερμανικών εξαγωγών που κατευθύνθηκε πέρυσι στις χώρες του ευρώ ανήλθε στο 37,5 %. Λίγα χρόνια μόλις πριν, το 2007, ήταν 43,8 %. Το 1991, το ίδιο ποσοστό έφτανε το 51,6 %.
Ιδίως οι χώρες του Νότου βαραίνουν όλο και λιγότερο στη ζυγαριά του Βερολίνου. Τη στιγμή που μιλάμε, η Αυστρία είναι μεγαλύτερη αγορά για τα προϊόντα του από την Ιταλία, οι Τσέχοι ως εμπορικοί εταίροι έχουν αφήσει πίσω τους τους Ισπανούς.
Γεωοικονομικά, δεν χωράει αμφιβολία, η Γερμανία έχει βάλει πλώρη γι' αλλού. Η Ανατολική Ευρώπη, η Ρωσσία, τα ασιατικά κράτη με το τεράστιο περιθώριο κέρδους που προσφέρουν, συναρπάζουν πολύ περισσότερο τις εταιρείες της. Στα οικονομικά σαλόνια της Υφηλίου, η χώρα καμαρώνει επειδή διαλέγεται ως ίσος προς ίσον με πλανητικές Δυνάμεις κατά πολύ ανώτερές της διπλωματικά ή στρατιωτικά, τις ΗΠΑ λ.χ. ή την Κίνα. Η Φρανκφούρτη ως παγκόσμιο τοπόσημο του χρήματος ποζάρει επάξια πλάι στη Νέα Υόρκη, το Χονγκ Κονγκ, το Τόκυο, το Λονδίνο.
Γεωπολιτικά, η κατάσταση δεν έχει ακριβώς έτσι. Το μεταπολεμικό όνειρο μιας Ευρώπης όλο και πιο ενωμένης έχει παραχωρήσει βέβαια προ πολλού τη θέση του στον ευρωσκεπτικισμό και τις φυγόκεντρες τάσεις. Όμως η εγκατάλειψη μιας στρατηγικής γραμμής τόσων δεκαετιών δεν είναι απόφαση που λαμβάνεται ελαφρά τη καρδία. Το υπέρογκο κόστος της ανέλκυσης των χωρών του Νότου από το οικονομικό τους τέλμα είναι παράγοντας αποτρεπτικός, εξού και οι Γερμανοί, ηγεσία και λαός σε αγαστή σύμπνοια, κάνουν τα πάντα για να το αποφύγουν. Όμως, η ολοκληρωτική απαγκίστρωση από τον Νότο συνεπάγεται την εκ βάθρων αναθεώρηση του μεταπολεμικού στάτους, ακόμη και των γαλλογερμανικών σχέσεων, κι αυτό δεν είναι διόλου απλό - ή ανέξοδο.
Από τη μια μεριά: η δημιουργία μιας μικρότερης και σαφώς πιο συνεκτικής Ευρώπης, μιας ομοιογενούς οικονομικής ζώνης από κοινού με Ολλανδούς, Αυστριακούς, Φινλανδούς, ίσως αργότερα και με κάποιους Ανατολικοευρωπαίους. Από την άλλη: η εμμονή στο μείζον σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Από τη μια: το ρίσκο της πολιτικής απομόνωσης, της αναζωπύρωσης ίσως ενός νέου αντιγερμανισμού. Από την άλλη: η εμπλοκή σε μια κρίση ικανή αν κάτι πάει στραβά να εξαντλήσει την ίδια τη γερμανική οικονομία, που λόγω του σχετικά μικρού της μεγέθους δεν είναι σε θέση να αντέξει καν μια μεμονωμένη ιταλική ή ισπανική κατάρρευση, πόσω μάλλον ένα καθολικό ναυάγιο των μεσογειακών χωρών. Εμπρός σ' αυτό το δίλημμα, εμπρός σ' αυτήν την υπαρξιακή απόφαση καλύτερα, που θα κρίνει το μέλλον της Ευρώπης για πολλές δεκαετίες, δεν είναι μόνο η Μέρκελ και η κυβέρνησή της, δεν είναι απλώς οι ελίτ της χώρας, είναι ολόκληρη η Γερμανία που διστάζει, που ιδρώνει και δυσανασχετεί.
Ιστορικά το πράγμα έχει την εξήγησή του. Απ' τον καιρό του Μπίσμαρκ ώς τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάθε φορά που η στιγμή ήταν κρίσιμη οι Γερμανοί ως γνωστόν τα θαλάσσωναν. Μετά το 1945 πάλι, είχαν μάθει αλλιώς. Τις δύσκολες αποφάσεις τις έπαιρναν άλλοι - οι Αμερικανοί. Οι ίδιοι οι Γερμανοί, για τα πεπραγμένα τους επί Χίτλερ, είχαν το προνόμιο να υποβληθούν σε μια πολύ πρωτότυπη στα χρονικά, και άκρως συμφέρουσα, "τιμωρία". Όπως το εξέφρασε, δηκτικότερα απ' όλους, ο Παναγιώτης Κονδύλης: «Ο λαός των εγκληματιών έλαβε την άδεια να εξάγει, να παράγει και να ταξιδεύει όλο και περισσότερο, όμως δεν είχε το δικαίωμα να κατέχει ατομικά όπλα ή να αναλαμβάνει ευθύνες στη σφαίρα της παγκόσμιας πολιτικής. Ώστε δίπλα στην υλική ευημερία, του εξασφαλίστηκε λίγο-πολύ και η πολιτική αμεριμνησία. Όσο πιο μεγαλόφωνα διατράνωνε κανείς την ευθύνη του για τα συλλογικά εγκλήματα, τόσο πιο βέβαιος ήταν ότι ο ίδιος δεν θα χρειαστεί να διακινδυνεύσει κάτι και ότι θα αφεθεί να απολαμβάνει την ευημερία του κατά κάποιον τρόπο εκείθεν της Ιστορίας»,
Με πρόσχημα το ανόσιο παρελθόν τους, αναρριπίζοντας τη βολική ηθικολογία του αμέτοχου, οι Γερμανοί έμαθαν να κρύβονται πίσω απ' τους ώμους των άλλων. Όμως, μετά την Επανένωση και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, το αργότερο με την κρίση του ευρώ και τη βαθμιαία απόσυρση των ΗΠΑ από τη Γηραιά Ήπειρο, η κατάσταση άλλαξε. Οι πάλαι ποτέ ακόλουθοι καλούνται πια να ηγηθούν, οι πρώτα ανήλικοι, να αναλάβουν τις ευθύνες του κηδεμόνα που τους αναλογούν.
Θα το κάνουν; Προσώρας, ακόμη καιροσκοπούν. Στο θέμα του ευρώ λ.χ., όλη τους η πολιτική βασίζεται είτε στον διαρκή αναβλητισμό, είτε στη δασκαλίστικη επιτίμηση των αμαρτωλών τους εταίρων. Όμως ούτε το βλέποντας και κάνοντας ούτε το να κραδαίνεις στους άλλους το δάχτυλο συνιστούν λύση. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αργά ή γρήγορα, οι Γερμανοί θα καταβάλουν το τίμημα που η ιστορική στιγμή και η θέση τους στην Ευρώπη επιβάλλει. Αν επιτύχουν, από πολλούς, θα μισηθούν. Αν αποτύχουν, θα κινδυνεύσουν να γίνουν αυτό που πράγματι αντιπροσωπεύουν στον χάρτη: μια ακόμη μικρομεσαία κηλίδα πάνω στην επιφάνεια του πλανήτη.
Του Κώστα Κουτσουρέλη/thepressproject