Λεσβιακό σεξ στα 13 μποφόρ «Η ζωή της Αντέλ»

Η βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα «Ζωή της Αντέλ» είναι κομμένη και ραμμένη για να προκαλέσει συζητήσεις...

«Η ζωή της Αντέλ» («La vie d' Adele», Γαλλία, 2013) του Αμπντελατίφ Κεσίς, με τις Αντέλ Εξαρχόπουλος, Λεά Σεντού



Αν ένα κομμάτι αυτής της ταινίας δεν περιείχε τις «σκληρές» σεξουαλικές σκηνές ανάμεσα στην Αντέλ Εξαρχόπουλος και στη Λεά Σεντού, διατηρώ σοβαρότατες αμφιβολίες για το αν ο ντόρος που την έχει ακολουθήσει από τότε που προβλήθηκε στις Κάννες όπου κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα θα ήταν το ίδιο μεγάλος. Τα περίπου 40 λεπτά της τρίωρης «Ζωής της Αντέλ» βρίσκονται πάνω στο κρεβάτι του έρωτα και ο φακός τουΑμπντελατίφ Κεσίς δεν λέει με τίποτε να χορτάσει από αυτό το σεξουαλικό λουτρό γυναικείας ομοφυλοφιλίας.

Από την άλλη πλευρά βέβαια, στο σεξ οφείλεται ο ρυθμός της «Ζωής της Αντέλ». Το σεξ είναι το πιο λειτουργικό όργανο στο «σώμα» της ταινίας, εκεί όπου τα δύο κορίτσια, η Αντέλ (Εξαρχόπουλος) και η Εμα (Σεντού) αφήνουν όλες τις αντιξοότητες και τα εμπόδια στην άκρη και αναζητούν την καθαρότητα της ηδονής. Δεν είναι εύκολο να εκφράζεις τον αληθινό εαυτό σου ακόμη και σήμερα, μας λέει η ταινία, με εξαιρετικά καλοστημένες σκηνές στον δρόμο ανάμεσα στις συμμαθήτριες της Αντέλ που την αποπαίρνουν ή με σκηνές ανάμεσα στους γονείς της καθεμιάς. Και ο θεατής καταλαβαίνει την ανάγκη τους, συμπάσχει μαζί τους, ευχαριστιέται που τις βλέπει να χαίρονται και να απολαμβάνουν, ακόμη και αν μια λεσβιακή σκηνή διάρκειας δέκα λεπτών δεν θα είχε και τόσο μεγάλες διαφορές αν διαρκούσε πέντε.

Βεβαίως, αλήθεια επίσης είναι ότι οι μεγάλες σε διάρκεια σκηνές αποτελούν χαρακτηριστικό της γραφής του συγκεκριμένου σκηνοθέτη. Θυμηθείτε τη «Μαύρη Αφροδίτη» αλλά και το «Κους κους και φρέσκο ψάρι», την καλύτερη ταινία του Κεσίς.

Ο γαλλοτυνήσιος δημιουργός αρέσκεται να καταγράφει καταστάσεις που έχεις την εντύπωση ότι δεν τελειώνουν ποτέ   είτε αυτές διαδραματίζονται στο τραπέζι με το φαγητό, σε ένα σαλόνι σαδομαζοχιστικών περιπτύξεων του 19ου αιώνα, ή στο σπίτι μιας σύγχρονης κοπέλας που μπροστά της η «Εμμανουέλα» της συγχωρεμένης της Σίλβια Κριστέλ δείχνει κοριτσάκι του κατηχητικού!
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες: GAZARTE CINEMA - ΑΕΛΛΩ - ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ - ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ - ΑΤΛΑΝΤΙΣ - ΔΑΝΑΟΣ - ΕΛΛΗ - ΚΗΦΙΣΙΑ - ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ - ΝΑΝΑ - ΣΙΝΕΑΚ - VILLAGE MALL

TO BHMA

Η Αντέλ είναι μια τυπική 15χρονη­, κόρη εργατικής οικογένειας, η οποία μεγαλώνει στη Λιλ της Φλάνδρας, στα βόρεια σύνορα της Γαλλίας. Έξυπνη, ιδεαλίστρια, με αγάπη για τη λογοτεχνία και τις ταινίες των Κιού­μπρικ και Σκορσέζε, ονειρεύεται να γίνει δασκάλα. Όταν η σχέση της με τον Τομά τελειώνει με άσχημο τρόπο, η συνάντησή της πρώτα­ στο δρόμο και κατόπιν σε ένα γκέι μπαρ με την Εμά, μια εξωστρεφή φοιτήτρια της Καλών Τεχνών, θα της αποκαλύψει αυτό που πραγματικά ζητά η καρδιά της. Ο έρωτας των δύο κοριτσιών θα ξεκινήσει και θα συνεχίσει παθιασμένα, άλλοτε απέναντι σε ένα καχύποπτο περιβάλλον (το σχολείο, οι γονείς της Αντέλ ) και άλλοτε ενσωματωμένος σε έναν κύκλο απόλυτα ανεκτικών γνωστών και φίλων (η οικογένεια και οι παρέες της Εμά ). Στη «Ζωή της Αντέλ» ο Αμπντελατίφ Κεσίς συνοψίζει αριστουργηματικά όλες τις θεματικές οι οποίες δια­τρέχουν την εκλεκτή φιλμογραφία του, από το «La Faute a Voltaire» και το «L’ Esquive» μέχρι το «Κους Κους με Φρέσκο Ψάρι» και τη «Μαύρη Αφροδίτη»: την προβληματική της κοινωνικής ενσωμάτωσης, τον τρόπο με τον οποίο η ενστικτώδης απόλαυση της ζωής αντιπαρατίθεται στις σύγχρονες ηθικές επιταγές, τις προκαθορισμένες βάσει ταξικών αντιθέσεων και οικονομικών αναγκών ανθρώπινες σχέσεις. Το graphic novel της Ζιλί Μαρό «Le bleu est une couleur chaude» τού παρέχει τη σεναριακή ιδέα και τους δύο βασικούς χαρακτήρες, το όνομα ενός εκ των οποίων αλλάζει από Κλεμεντίν σε Αντέλ. Ο βασικός λόγος γι’ αυτήν την αλλαγή είναι η πρωταγωνίστρια Αντέλ Εξαρχόπουλος, η 19χρονη ελληνικής καταγωγής ηθοποιός που πυρπολεί με την παρουσία της την οθόνη κι ερμηνεύει τη γεμάτη ακραία συναισθήματα ηρωίδα της επιστρατεύοντας κάθε κύτταρό της. Η Εξαρχόπουλος παίζει με το βλέμμα, το στόμα, τα χέρια και τα δάκρυά της, τον τρόπο που περπατά, στέκεται και φιλάει, με τους παθιασμένους διαλόγους και την απόλυτη σιωπή της (ο Χρυσός Φοίνικας των Κανών απονεμήθηκε για πρώτη φορά όχι μόνο στον σκηνοθέτη αλλά και στους ηθοποιούς μιας ταινίας ). Πίσω από τη συγκλονιστική ερμηνεία της Εξαρχόπουλος, την οποία υποστηρίζει σε ιδανικό σεκόντο η Λεά Σεϊντού, υπάρχουν φυσικά ο Κεσίς και ο «σωματικός» τρόπος με τον οποίο πλησιάζει τη ζωή και τους ανθρώπους (θυμηθείτε τη Χαφσιά Χερζί του «Κους Κους…» και τη Γιαχίμα Τόρες της «Μαύρης Αφροδίτης» ). Οι σοκαριστικές (; ) ερωτικές σκηνές απλώς επιβεβαιώνουν το κινηματογραφικά αυτονόητο. Με σοφά υπολογισμένο αφηγηματικό τέμπο, το οποίο αφήνει κάθε σεκάνς να αναπνεύσει, και με εσωτερικό μοντάζ που δίνει στα πλάνα του μια ασυγκράτητη ενέργεια, ο Γαλλοτυνήσιος δημιουργός περιγράφει δυναμικά τις απρόοπτες διαδρομές της επιθυμίας και τους «άναρχους» νόμους της ανθρώπινης έλξης. Ταυτόχρονα επισημαίνει με μεγαλοφυή κομψότητα τις ταξικές διακρίσεις και τον τρόπο με τον οποίο γεννούν εξουσιαστικές δομές, τραβώντας διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα γούστα, στις συμπεριφορές και στη μοίρα των ανθρώπων: το ένα οικογενειακό τραπέζι σερβίρει θαλασσινά και το άλλο σπαγκέτι μπολονέζ, ο τελικός «απεγκλωβισμός» της Αντέλ από τη μοντέρνα τέχνη, η διαφορετική συμπεριφορά της στο νηπιαγωγείο και κατόπιν –πιο αυστηρή– στην πρώτη δημοτικού… Ανάμεσα σε όλα αυτά, γεμάτη σημαντικές λεπτομέρειες και ασυγκράτητα πάθη, τρυφερές καθημερινές στιγμές και σκληρές αλήθειες, η εκκρεμούς κατάληξης διαδρομή της Αντέλ του προς την αυτογνωσία γίνεται μια συναρπαστική τρίωρη οδύσσεια, από εκείνες που αλλάζουν την ιστορία του σινεμά αλλά και τη δική σου ζωή. 

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη