Η κακοποίηση του κακοποιητή

 Ζούμε στις μέρες μας εν Ελλάδι και εν μέσω βαθύ κόκκινου της πανδημίας του κορωνοϊού ένα πρωτόγνωρο δημόσιο λιντσάρισμα του «κακού λύκου», του κάθε διεστραμμένου ανισόρροπου ατόμου, που κάποιοι θα καταγγείλουν ότι κάποτε στην ζωή τους τους παρενοχλούσε ή τους κακοποιούσε σεξουαλικά. 

της Τερεζας Βαλαβάνη, ψυχολόγου

Εκατοντάδες λερωμένα εσώρουχα, επώνυμων κατά προτίμηση, ξεθάβονται από μπαούλα, καταπακτές και άβατα της μνήμης για να κρεμαστούν σαν σημαίες σε δημόσια θέα. 

Κάθε είδος διαστροφής ξεχύνεται μέσα από οθόνες τηλεόρασης, υπολογιστών και κινητών, δημιουργώντας έναν δυσώδη βόθρο από καταγγελίες και εξομολογήσεις κάθε μορφής άσκησης σεξουαλικης βίας μέσα και έξω από την οικογένεια, βίας που απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες, ακόμα και στις πιο τρυφερές. 

Ξαφνικά ο θεσμός της άγιας ελληνικής οικογένειας αποκτά μια άλλη διάσταση, εκείνης των καλά κρυμμένων μυστικών. 

Δημοσιογράφοι και δημοφιλείς τηλεπαρουσιαστές αποκτούν πολλαπλούς ρόλους. Γίνονται ταυτόχρονα εξομολογητές, ψυχαναλυτές, ντετέκτιβ, εισαγγελείς και πρόεδροι λαϊκών δικαστηρίων, αλλά και δήμιοι, σφαγείς, πανέτοιμοι να γδάρουν ζωντανό τηλεοπτικά τον εκάστοτε «κακό λύκο».

 Φυσικά κανένας άνθρωπος με σώας τας φρένας και στοιχειώδη ψυχοσυναισθηματική ισορροπία δεν μπορεί να αμφισβητήσει πόσο εγκληματική είναι η σεξουαλική κακοποίηση και πόσο στιγματίζει εφόρου ζωής το εκάστοτε θύμα, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για ένα αθώο παιδί. 

Και όντως ένα από τα βασικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε κακοποιημένου ατόμου είναι το πόσο αβοήθητο είναι, η αδυναμία του να αναφερθεί σε ότι τραυματικό έχει διαδραματιστεί. Να το καταγγείλει, να το σταματήσει ενώ του συμβαίνει, να υπερασπιστεί στοιχειωδώς τον εαυτό του. 

Συνήθως μέσα από μηχανισμούς παγώματος, ακινητοποίησης, απώθησης έως και αμνησίας η επώδυνη μνήμη σπρώχνεται στο πιο καλοκλειδωμένο συρτάρι του ασυνείδητου. Γιατί το θύμα ντρέπεται, σιχαίνεται, φοβάται, ενοχοποιεί τον εαυτό του και δεν αντέχει να αναβιώσει τον πόνο και την φρίκη. 

Το «τραύμα», που θα επιστρέψει συνήθως απρόσκλητο σαν νυχτερινός εφιάλτης, σαν καχυποψία, φοβία, σοκ, αντικοινωνική συμπεριφορά, υπερευαισθησία, κατάθλιψη, σαν θυμός και φονική οργή, χρόνιο άγχος, πανικός, εξάρτηση από ουσίες και ανθρώπους, αυτοκτονικός ιδεασμός, σαν διαταραχή διατροφής, ανθρωποφοβία, πολυγαμία, πρόωρη ή μπλοκαρισμένη σεξουαλικότητα, σαν χαμηλή αυτοεκτίμηση, ενοχές, αίσθηση βρωμιάς και απαξίωση του σώματος και της σεξουαλικότητας.

 Δυστυχώς ακόμα και μετά από χρόνια επιτυχούς ψυχοθεραπείας το θύμα της σεξουαλικής κακοποίησης θα πρέπει να μάθει να ζει με τις πληγές του. Να αποδεχτεί τις ουλές του. Να σιγάσει τις ενοχές του. Να αψηφήσει τους φόβους του. Να συγχωρέσει. Να κερδίσει εκ νέου την χαρά της ζωής. 

Το θέμα δεν είναι η εκδίκηση. Φυσικά το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας θα πρέπει να παρέχει μέσα από ειδικούς, δομές και τηλεφωνικές επικοινωνίες την δυνατότητα στο εκάστοτε θύμα να σπάσει το ταμπού της ένοχης σιωπής. Ώστε να μπορέσει να λάβει θεραπευτική υποστήριξη, αλλά και για να αποδοθεί δικαιοσύνη. 

Όμως αυτό δεν είναι αρμοδιότητα κανενός τηλεπαρουσιαστή. Ένας δημοσιογράφος δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να αντικαταστήσει ούτε τον ψυχολόγο, ούτε τον δικαστή. Οι σεξουαλικοί θύτες είναι συνήθως ιδιαίτερα διαταραγμένα άτομα. 

Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν υπάρξει οι ίδιοι θύματα επισταμένης σεξουαλικής παρενόχλησης ή κακοποίησης σε νεαρή ηλικία. Το θύμα του βιασμού ενίοτε επιλέγει να εγκαταλείψει τον επώδυνο ρόλο του και να ταυτιστεί με την παντοδυναμία του θύτη. 

Ο κίνδυνος αυτός του μετασχηματισμού του αβοήθητου θύματος σε ανελέητο θύτη ελλοχεύει σε κάθε περίπτωση κακοποίησης, που δεν έχει δοθεί η δυνατότητα να δουλέψει κανείς με τον εαυτό του και να κατευνάσει τους δαίμονες που φωλεύουν στην ψυχή του. 

Εάν ο σεξουαλικός κακοποιητής διαπράττει εγκληματική πράξη μετουσιώνοντας το παιδί ή τον άλλο ενήλικα σε αντικείμενο του πόθου του, που θα το κατακτήσει πάσει θυσία παρά την θέληση του, ασκώντας κάθε μορφή πειθούς, από την γοητεία έως την ακραία βία, η κοινωνία που εξωθεί τα θύματα της σεξουαλικής κακοποίησης να αναφέρονται δημόσια επί οθόνης στο ιστορικό της σεξουαλικής βίας που έχουν υποστεί, στην ουσία τα κακοποιεί εκ νέου ωθώντας τα να γδυθούν μπροστά στους άλλους, να αναβιώσουν τους μεγαλύτερους εφιάλτες τους, ενώ βρίσκονται εκτεθειμένα σε κοινή θέα και κρίση. 

Αυτή η διαδικασία μετατρέπει ταυτόχρονα τους θεατές σε ηδονοβλεψίες φρίκης. Και τους θύτες σε θύματα, αφού θα διασυρθούν και θα καταδικαστούν από τον εξοργισμένο όχλο με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς κανείς να αναλογιστεί πόσο θύματα οι ίδιοι υπήρξαν πριν γίνουν θύτες, ποιοι ήσαν οι κρυμμένοι άλλοι που τους ώθησαν να μετατραπούν σε αδηφάγους λύκους. 

Είναι πολύ σημαντικό να βοηθήσουμε τα θύματα της σεξουαλικής βίας να σπάσουν το ταμπού της σιωπής.

Όχι έτσι όμως όπως κατέληξε στις μέρες μας η κίτρινη δημοσιογραφία στην Ελλάδα να έχει πλήρως αντικαταστήσει τις ελλιπείς θεραπευτικές και κρατικές δομές. Και ο μεγαλύτερος εγκληματίας δικαιούται δίκαιη δίκη και θεραπεία, εάν νοσεί ψυχοσυναισθηματικά ή πνευματικά, όπως συνήθως συμβαίνει στο μεγαλύτερο ποσοστό των σεξουαλικών θυτών. 

Βολεύει μια κοινωνία που βιώνει μια συλλογική καταπίεση, όπως τώρα στις μέρες μας, όπου στερείται κανείς και όλοι μαζί, την στοιχειώδη ελευθερία ακόμα και για μια ανάσα, όπου ο εγκλεισμός διαρκείας, ο συνεχής βομβαρδισμός με τον φόβο του θανάτου και την ενοχή της συνεργίας στον θάνατο του αγαπημένου άλλου, μαζί με την φτωχοποίηση έχει φτάσει όλους στα όρια τους, να ξεσπάσει το συλλογικό μένος και ο συνοδός πανικός πάνω σ´ ένα κατάλληλο θύτη/θύμα, κατά προτίμηση επώνυμο και πλούσιο, που θα λειτουργήσει σαν αποδιοπομπαίος τράγος και θα πρέπει να πάρει πάνω του όλο το συλλογικό κακό. 

Οι εξαγριωμένοι θεατές που είναι έτοιμοι να λιντσάρουν τον κακοποιητή υπό την καθοδήγηση των δημοσιογράφων-ιεροεξεταστών, μετατρέπονται οι ίδιοι σε μελλοντικούς θύτες δίχως να το συνειδητοποιούν. 

Ο όχλος εμπεριέχει ένα τεράστιο τυφλό δυναμικό βίας και μπορεί να εξωθήσει σχετικά εύκολα τα λεγόμενα «φυσιολογικά άτομα» που τον αποτελούν από κοινού, ενδεδυμένα τον μανδύα της ανωνυμίας, στα πιο ειδεχθή εγκλήματα. Ας προστατεύσουμε τόσο τα θύματα όσο και τους θύτες της σεξουαλικής βίας από τις σαρκοφάγες διαθέσεις μας.

«Μην κρίνετε, ίνα μη κριθήτε».

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Περί Υγείας»

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη