Πρόκειται για αλληλογραφία του με την αμερικανίδα καθηγήτρια Δραματικής Τέχνης, Έμιλι Χέιλ. Οι 1.131 επιστολές που φέρεται πως της έστειλε ο Έλιοτ, χρονολογούνται μεταξύ 1930 έως 1957 και παρέμεναν σφραγισμένες από το θάνατο της Χέιλ, το 1969.
Μετά από εξήντα χρόνια κατάφεραν να δουν τα φως της δημοσιότητας ερωτικές επιστολές του άγγλου ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ.
Δωρεά στη βιβλιοθήκη του Πρίνστον
Η Χέιλ είχε δωρίσει τις επιστολές στη βιβλιοθήκη του Πρίντσον το 1956, ωστόσο είχε δώσει οδηγία να αποσφραγιστούν 50 χρόνια μετά το θάνατο και των δύο.
Ο Έλιοτ έφυγε από τη ζωή τέσσερα χρόνια πριν από τη Χέιλ, το 1965.
Τα γράμματα αποκαλύπτουν μια πολύ έντονη σχέση που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του ποιητή και σταδιακά παρέσυρε και την Χέιλ, αλλά έληξε με πολύ στενόχωρο τρόπο και για τους δυο τους.
Η Χέιλ θεωρείται ότι αποτέλεσε μια μεγάλη έμπνευση για τον ποιητή, χάρη στην οποία φαίνεται να γράφτηκαν και ίσως οι πιο ωραίοι στίχοι του Τ.Σ. Έλιοτ από τη συλλογή «Τέσσερα κουαρτέτα»:
«Ό,τι θα μπορούσε να ήταν είναι μια αφαίρεσηΠου παραμένει αέναη δυνατότηταΜόνο σε έναν κόσμο εικασιών.Ό,τι θα μπορούσε να ήταν και ό,τι ήτανΤείνουν προς ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν.Βήματα αντηχούν στη μνήμηΣτο μήκος του διαδρόμου που δεν πήραμεΒλέποντας προς την πόρτα που δεν ανοίξαμε ποτέΣτον ροδόκηπο. Έτσι, τα λόγια μουαντηχούνε στο μυαλό σου».
«Πρόκειται για το χαμένο κομμάτι στο παζλ της σταδιοδρομίας του και οπωσδήποτε την πιο σπουδαία αποκάλυψη για έναν μεγάλη ποιητή του 20ου αιώνα» τόνισε ο μελετητής του Έλιοτ, Tony Cuda του πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας στον βρετανικό Guardian.
Έλιοτ και Χέιλ γνωρίστηκαν ως φοιτητές του Χάρβαρντ, το 1912 και η αλληλογραφία τους συνεχίστηκε για 26 και πλέον χρόνια, ενώ μάλιστα ο Βρετανός ποιητής είχε στο μεταξύ παντρευτεί την πρώτη του σύζυγο, Βίβιεν Χέι-Γουντ.
Η αλληλογραφία μαρτυρία μία σχέση έντονη και πνευματική που, ωστόσο, έληξε άδοξα και για τους δύο. Μάλιστα, θεωρείται πως η Χέιλ είχε εμπνεύσει στον Έλιοτ μερικούς από τους πιο εκπληκτικούς στίχους - μεταξύ αυτών και τις πρώτες γραμμές από το ποίημα Burnt Norton, από τη συλλογή «Τέσσερα Κουαρτέτα».