Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μόλις λίγα χρόνια μετά την ενοποίησή της και την κυκλοφορία του ευρώ, η άλλοτε κραταιά Γερμανία παρέπαιε.
Από τον Μανώλη Κοττάκη | olympia.gr
Δεν είχε τον σεβασμό των εταίρων της. Η ανταγωνιστικότητά της ήταν χαμηλή, η κοινωνία της ήταν κομμένη στα δύο, ενώ και οι δημοσιονομικές επιδόσεις της ήταν κακές, κάκιστες.
Τόσο κακές ώστε ο τότε Ελλην υπουργός Οικονομίας Νίκος Χριστοδουλάκης να «πειράζει» τον Γερμανό ομόλογό του στα περιθώρια των Εurogroups ότι η Ελλάδα… έπιανε τους στόχους του Μάαστριχτ, αλλά η Γερμανία όχι! Ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος είχε ως δόγμα του την άποψη «η πολιτική ευθύνη εκτείνεται πέρα από τα όρια της δικής μου ζωής», αποφάσισε να εφαρμόσει τον Οκτώβριο του 2003 ένα σκληρό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, την Ατζέντα 2010, το οποίο είχε ως στόχο τον δραματικό περιορισμό του κοινωνικού κράτους, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την επιστροφή της Γερμανίας στη χορεία των προηγμένων κρατών.
Οι μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε ξεσήκωσαν την κοινωνία εναντίον του, οδήγησαν στην απώλεια της εξουσίας το 2005 -από τότε έχει να αναδειχθεί σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος στη γη των Τευτόνων-, αλλά αποτέλεσαν το βασικό μονοπάτι στο οποίο βάδισε (όχι ακριβώς με τον ίδιο τρόπο) η Μέρκελ για να κάνει τη Γερμανία ισχυρή χώρα.
Στο σημείο αυτό φαίνεται ότι ευρίσκεται σήμερα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος θαυμάζει τη θητεία μεταρρυθμίσεων του Σρέντερ. Θεωρεί -το θεωρούσε και προ της κορονοΰφεσης- ότι η Ελλάς χρειάζεται μια μεγάλη «σπρωξιά» για να ανατάξει την οικονομία της, αρκεί να γίνουν θαρραλέες μεταρρυθμίσεις, ακόμη και με αντιλαϊκό πρόσημο.
Το σχέδιο του νομπελίστα Πισσαρίδη (ο οποίος, σημειωτέον, σπανίως πατά το πόδι του στις συνεδριάσεις της Ακαδημίας Αθηνών), που έδωσε προχθές στη δημοσιότητα ο πρωθυπουργός, στην ουσία μάς αποκαλύπτει τη μεταρρυθμιστική φιλοσοφία του: Σε σύγκριση με τα μνημόνια της τρόικας, αυτή τη φορά το σχήμα της «αγωγής» αντιστρέφεται: τότε το μάρμαρο της χρεοκοπίας το πλήρωσε με βαριά φορολογία η μεσαία τάξη, αυτή τη φορά καλούνται να το πληρώσουν το κράτος και οι εξαρτώμενες κοινωνικές ομάδες από αυτό.
Η προσαρμογή δεν θα γίνει από τη φορολογία αλλά από τις δαπάνες. Από τα επιδόματα, από τις συντάξεις, από τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων κ.λπ. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεν κρύβει άλλωστε τις προθέσεις του. Στην πρόσφατη συζήτησή του με τον συγγραφέα Γιουβάλ Νώε Χαράρι, στο πλαίσιο του Athens Democracy Forum 2020, είπε ξεκάθαρα ότι «η ιδέα να μορφώνεσαι, να βρίσκεις εργασία και να παίρνεις σύνταξη είναι παρωχημένη». Ευρύτερος στόχος του κυρίου Μητσοτάκη δεν είναι απλώς η ανάταξη της ελληνικής οικονομίας βασιζόμενη σε μια συμμαχία αστικών επιχειρηματικών δυνάμεων.
Ευρύτερος στόχος του είναι η δημιουργία ενός νέου πολιτικού συστήματος, το οποίο θα υπερβαίνει τις παραδοσιακές ιδεολογικές γραμμές και η «ίδρυση» στην πράξη ενός κόμματος βενιζελικού τύπου, που θα στεγάσει όλες τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ, ακόμη και του ΣΥΡΙΖΑ. Ως εδώ «καλά» με αυτή τη στρατηγική, η οποία πάντως είναι απέναντι στα συμφέροντα τουλάχιστον της μισής εκλογικής βάσης της Ν.Δ. Υπάρχουν όμως μερικές «λεπτομέρειες» που πρέπει να δούμε. Η πρώτη είναι η κτηθείσα πείρα.
Ο αγαπημένος του κυρίου Μητσοτάκη καγκελάριος Σρέντερ γράφει στην αυτοβιογραφία του τα εξής: «Όσο οι μεταρρυθμίσεις παραμένουν αφηρημένες, η προθυμία των ανθρώπων είναι ιδιαίτερα μεγάλη – θα υπάρχει πάντοτε μια μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού που στις δημοσκοπήσεις θα απαντά θετικά στο ερώτημα αν η χώρα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις.
Μόλις όμως οι πολίτες αισθάνονται τις επιπτώσεις στην προσωπική τους ζωή, τότε η θετική βούληση μεταβάλλεται σε άρνηση των μεταρρυθμίσεων. (…) Εκείνη την εποχή, στα τέλη του 2004, έμαθα ότι τις μεταρρυθμίσεις δεν πρέπει μόνο να τις ανακοινώνεις και να τις πραγματοποιείς νομοθετικά, αλλά ότι είναι ακόμη σημαντικότερο να παραμένεις ακλόνητος απέναντι στις αντιστάσεις των κομμάτων, των οργανώσεων και της κοινωνίας στη φάση της εφαρμογής τους (…)
Όποιος υποστηρίζεται με χρήματα των φορολογουμένων πρέπει να προσπαθεί να επιβαρύνει την κοινωνία όσο το δυνατόν λιγότερο, και αυτό σημαίνει επίσης ότι για τη διαβίωσή του πρέπει να χρησιμοποιήσει πρώτα το εισόδημα ή την περιουσία του» («Κρίσιμες αποφάσεις. Η ζωή μου στην πολιτική», εκδόσεις Κασταλία, 419-420).
Αν θέλαμε να κάνουμε μια προβολή των εμπειριών Σρέντερ στην Ελλάδα, θα επισημαίναμε τα εξής: Ναι, η χώρα χρειάζεται μια μεγάλη αναπτυξιακή και επενδυτική ώθηση για να βγει για πάντα από το τέλμα και να πάψει να ζει με τον βρόχο των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Ναι, οι αλλαγές επείγουν. Ναι, ο Μητσοτάκης έχει μελετήσει καλά πού «σκόνταψαν» ο πατέρας του και ο Σημίτης, όταν αποπειράθηκαν ανάλογα εγχειρήματα.