Οι πίνακες του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου έγιναν... της κούτας

Οι πίνακες του Θεόφιλου (1873-1934), του σημαντικότερου και πιο γνωστού Ελληνα λαϊκού ζωγράφου, του «φτωχού φουστανελά που είχε τη μανία να ζωγραφίζει», όπως έχει γράψει ο Γιώργος Σεφέρης, απαίτησαν ιδιαίτερη προσοχή και πολλή δουλειά.

Θεόφιλος του κουτιού -Συντάκτης: Βασιλική Τζεβελέκου - efsyn.gr

Στο σπίτι τους, στο ανακαινισμένο Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά Λέσβου, επέστρεψαν 23 από τα 86 έργα της μόνιμης συλλογής. Συντηρημένα πλέον και σε νέες κορνίζες, επανεκτίθενται στο μουσείο που ανεγέρθηκε το 1964 από τον διάσημο εκδότη και τεχνοκριτικό Στρατή Ελευθεριάδη - Τεριάντ. Εκείνος το προίκισε με τους 86 πίνακες του Θεόφιλου από την ιδιωτική συλλογή του.




Αποψη της έκθεσης |

Πριν από τρία χρόνια διαπιστώθηκε ότι τα έργα, που χρονολογούνται γύρω στο 1930 και είχαν ζωγραφιστεί απ’ ευθείας σε ύφασμα, γεγονός που τα καθιστούσε ιδιαίτερα ευαίσθητα, είχαν υποστεί μεγάλες φθορές, κυρίως από τον τρόπο στήριξης και ανάρτησής τους. Τη «χειρουργική επέμβαση» της συντήρησής τους ανέλαβε η Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων (ΔΣΑΝΜ) της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του υπουργείου Πολιτισμού. Οι πίνακες του Θεόφιλου (1873-1934), του σημαντικότερου και πιο γνωστού Ελληνα λαϊκού ζωγράφου, του «φτωχού φουστανελά που είχε τη μανία να ζωγραφίζει», όπως έχει γράψει ο Γιώργος Σεφέρης, απαίτησαν ιδιαίτερη προσοχή και πολλή δουλειά.

Γύρω στο 1960 είχαν στερεωθεί με καρφιά σε ξύλινα τελάρα και είχαν τοποθετηθεί σε κορνίζες από λεπτό κόντρα πλακέ με plexiglas. Το αποτέλεσμα ήταν οι επισκέπτες να δυσκολεύονται να δουν το έργο λόγω της αντανάκλασης, αλλά και να αναπτυχθούν ένα σωρό μικροοργανισμοί και να εκκολαφθούν έντομα. «Οι κυριότερες φθορές περιελάμβαναν χρωματική αλλοίωση της ζωγραφικής επιφάνειας, αποδυνάμωση του υφάσματος, επιφανειακούς ρύπους, οπές από τη δράση εντόμων καθώς και ανάπτυξη μυκήτων (μούχλας) στην πίσω όψη ορισμένων έργων», αναφέρει η επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού.

Σε συνεργασία με τον Δήμο Λέσβου, τα έργα μεταφέρθηκαν στα εργαστήρια του υπουργείου Πολιτισμού στην Αθήνα. Οι συντηρητές, που έσκυψαν επάνω τους, κατάφεραν να αποκαταστήσουν τις φθορές από τον χρόνο και την ανθρώπινη αμέλεια ακολουθώντας τα τρία στάδια της συντήρησης: επέμβαση, αναλύσεις και ανάδειξη.

Κατ’ αρχάς αφαίρεσαν τα έργα από τα ξύλινα τελάρα και προχώρησαν στον επιφανειακό καθαρισμό. Συμπλήρωσαν τις περιοχές που παρουσίαζαν απώλειες, αντιμετώπισαν τη βιολογική προσβολή και τα τοποθέτησαν σε νέες βάσεις, κατάλληλες για ζωγραφικά έργα.

Σε συνεργασία με το Τμήμα Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ πραγματοποίησαν αναλύσεις των χρωστικών και σε συνεργασία με το Τμήμα Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθήνας αναλύσεις των μικροοργανισμών που έχουν προσβάλει κάποια από τα έργα. Επειτα, αντιμετώπισαν την πρόκληση μελλοντικών φθορών. Τέλος, ανέδειξαν τα έργα με βελτιωμένες μεθόδους ανάρτησης και ειδικά κατασκευασμένες κορνίζες από ξύλο οξιάς. Χρησιμοποίησαν φύλλο ακριλικού, το οποίο είναι άθραυστο και ελαφρύ, δεν χαράσσεται, δεν έχει αντανάκλαση και εμποδίζει τη διέλευση της βλαβερής υπεριώδους ακτινοβολίας κατά 99%.

Οι συντηρητές της ΔΣΑΝΜ προχώρησαν σε επιτόπιο έλεγχο για την ορατή ακτινοβολία που επίσης προκαλεί μεγάλες φθορές. Οι μετρήσεις έγιναν με ειδικό εξοπλισμό και έδειξαν ότι τα επίπεδά της ήταν ιδιαίτερα αυξημένα. «Με τη ρύθμιση και τη σωστή τοποθέτηση των λαμπτήρων επιτεύχθηκαν επίπεδα ακτινοβολίας μουσειακών προδιαγραφών, τα οποία μπορεί αρχικά να φαίνονται πολύ χαμηλά, αλλά είναι άκρως απαραίτητα για τη μακροβιότητα των έργων».

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη